αληθεια

αληθεια

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία;

Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο.
Δίχως όμως τους αισιόδοξους
η ανθρωπότητα δεν θα είχε προοδεύσει!

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Στην Αθήνα υπάρχουν δικαστές?

 
Ο Βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας είχε το παλάτι του στο Πότσδαμ.
Δίπλα ακριβώς στο παλάτι υπήρχε ένας ανεμόμυλος που έκανε δαιμονισμένο θόρυβο και δεν άφηνε το Βασιλιά να κοιμηθεί.
Ο Φρειδερίκος για να ησυχάσει ζήτησε να αγοράσει τον ανεμόμυλο, αλλά ο μυλωνάς αρνήθηκε γιατί ήταν "οικογενειακό κειμήλιο".
Θύμωσε, λοιπόν, ο Βασιλιάς κι απείλησε να του τον πάρει με τη βία.
Ο μυλωνάς δεν πτοήθηκε καθόλου και είπε την παροιμιώδη φράση:
"Ναι, αλλά υπάρχουν Δικαστές στο Βερολίνο"!
Ο Βασιλιάς χαλάρωσε κι ένιωσε ικανοποιημένος που ο λαός του έδειχνε τόση εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του κράτους του...

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

"Άδικα προσπαθείτε, τα πράγματα δεν αλλάζουν"! Αληθεύει;

Κάποτε οι βάτραχοι οργάνωσαν έναν αγώνα: θα νικούσε όποιος ανέβαινε πρώτος σ' έναν ψηλό και λείο βράχο.
Πολλοί άνθρωποι συγκεντρώθηκαν να παρακολουθήσουν τον αγώνα.
Κανείς απ' τους θεατές δεν πίστευε πως οι βάτραχοι θα τα καταφέρουν.
Κι όλοι έλεγαν "Άδικος κόπος, δεν πρόκειται κανένας τους να φτάσει στην κορυφή!"
Τους άκουγαν οι βάτραχοι κι άρχισαν να αμφιβάλλουν για τους εαυτούς τους.
Ο ένας μετά τον άλλον παραδεχόταν την αδυναμία του κι εγκατέλειπε τον αγώνα.
Στο τέλος, μόνο ένας κατόρθωσε, με υπερπροσπάθεια, ν' ανέβει στην κορυφή.
Όλοι οι βάτραχοι έτρεξαν κοντά του και τον ρωτούσαν πώς τα κατάφερε.
Τότε συνειδητοποίησαν πως ο νικητής ήταν κουφός...

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Τι είναι καλύτερο? Να δίνεις ή να παίρνεις?

"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μηλιά… και αγαπούσε ένα αγοράκι. Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.
Παίζανε κρυφτό. Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά πάρα πολύ. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά και η μηλιά είπε: «Έλα, Αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω να αγοράσω πράματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»
«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… και η μηλιά ήταν λυπημένη. Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:
«Έλα, Αγόρι, να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο». «Δεν έχω καιρό για να σκαρφαλώσω σε δέντρα», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να μου δίνει ζεστασιά». «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο»
Και το αγόρι… έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του. Κη μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.
«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις».
«Είμαι πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μία βάρκα» «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά… και να ‘σαι ευτυχισμένο».
Και το αγόρι έκοψε τον κορμό της…….
έφτιαξε μία βάρκα… κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη… μα όχι πραγματικά...... "

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Μήπως έχουμε υπερτιμήσει τον πλούτο?

Θα πρέπει να ξέρετε πως έχουν κι οι Κινέζοι το δικό τους Διογένη τον Κυνικό!
Ο Κινέζος, λοιπόν, Διογένης, είδε κάποτε έναν πάμπλουτο άνθρωπο που φορούσε μια χρυσοστόλιστη στολή.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ!», του λέει.
«Γιατί μ’ ευχαριστείς;», τον ρωτάει ο πλούσιος.
«Για τα διαμάντια κι όλα τ’ άλλα που φοράς!»
«Ναι, αλλά δεν σου τα έδωσα, είναι ακόμα δικά μου»
«Γι’ αυτό ακριβώς σ’ ευχαριστώ», του λέει ο Κινέζος φιλόσοφος. «Διότι τα φοράς εσύ και τα βλέπω εγώ. Γιατί αυτά είναι μόνο να τα βλέπεις. Σ’ ευχαριστώ, λοιπόν, που κάνεις τον κόπο και τα φορτώνεσαι κι έχεις ταυτόχρονα την έγνοια να τα φυλάγεις και μάλιστα χωρίς να τα βλέπεις καν, έτσι που κρέμονται πάνω σου!»...
Ο αρχαίος βασιλιάς του Ισραήλ, ο σοφός Σολομών, είχε πει λίγο πριν πεθάνει:
«Αναλογίστηκα όλα όσα έκανα στη ζωή μου, με τόσο πολλούς κόπους και μόχθους, και να τι κατάλαβα: τα πάντα ήταν μάταια και πηγή θλίψεων, και σε τίποτα δεν με ωφέλησαν πραγματικά»...